κογχύλη: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κογχύλη:''' [ῠ], ἡ = [[κόγχη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κογχύλη:''' [ῠ], ἡ = [[κόγχη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κογχύλη:''' (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth.
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κογχῠλη Medium diacritics: κογχύλη Low diacritics: κογχύλη Capitals: ΚΟΓΧΥΛΗ
Transliteration A: konchýlē Transliteration B: konchylē Transliteration C: kogchyli Beta Code: kogxu/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A = κόγχη, v.l. in Ph.1.536, cf. AP9.214 (Leo).

German (Pape)

[Seite 1465] ἡ, = κόγχη; bes. die Purpurschnecke, VLL.; Philo u. a. Sp. – Uebertr., λόγων Leo Philos. ep. 5 (IX, 214).

Greek (Liddell-Scott)

κογχύλη: ἡ, = κόγχη, Φίλων 1. 536, Ἀνθ. Π. 9. 214 ἔνθα ῠ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
coquillage.
Étymologie: cf. κόγχη.

Greek Monolingual

η (AM κογχύλη)
το κοχύλι
μσν.-αρχ.
η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. -ύλη (πρβλ. αγκ-ύλη, κανθ-ύλη)].

Greek Monotonic

κογχύλη: [ῠ], ἡ = κόγχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κογχύλη: (ῠ) ἡ улитка, преимущ. пурпурная Anth.