κνύος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνύος]], τὸ (Α) [[κνύω]]<br />[[πάθηση]] του δέρματος του κεφαλιού που προκαλεί [[πτώση]] τών τριχών. | |mltxt=[[κνύος]], τὸ (Α) [[κνύω]]<br />[[πάθηση]] του δέρματος του κεφαλιού που προκαλεί [[πτώση]] τών τριχών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνύος:''' τό (только nom. - acc. sing.) чесотка Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A itch, Hes.Fr.29.1.
German (Pape)
[Seite 1464] τό, die Krätze; das Schäbigwerden des Kopfes, verbunden mit dem Ausgehen der Haare, Hes. frg. bei Eust. 1746, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κνύος: ῠ, τό, πάθος τῆς κεφαλῆς προξενοῦν πτῶσιν τῶν τριχῶν, ψώρα ἢ λειχὴν τῆς κεφαλῆς, μαδάρωσις, Λατ. scabies, Ἡσ. Ἀποσπάσ. 5. 1.
Greek Monolingual
κνύος, τὸ (Α) κνύω
πάθηση του δέρματος του κεφαλιού που προκαλεί πτώση τών τριχών.
Russian (Dvoretsky)
κνύος: τό (только nom. - acc. sing.) чесотка Hes.