κοιλογάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοιλογάστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει [[άδεια]] [[κοιλιά]], πεινασμένος, σε Αισχύλ.· μεταφ., [[ασπίδα]] με [[κοιλότητα]], στον ίδ.
|lsmtext='''κοιλογάστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει [[άδεια]] [[κοιλιά]], πεινασμένος, σε Αισχύλ.· μεταφ., [[ασπίδα]] με [[κοιλότητα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοιλογάστωρ:''' ορος adj.<br /><b class="num">1)</b> с пустым желудком ([[λύκος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (о щите) вогнутый ([[κύκλος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλογάστωρ Medium diacritics: κοιλογάστωρ Low diacritics: κοιλογάστωρ Capitals: ΚΟΙΛΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: koilogástōr Transliteration B: koilogastōr Transliteration C: koilogastor Beta Code: koiloga/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (γαστήρ)

   A hollow-bellied, hungry, A.Th. 1040: metaph., κ. κύκλος, of a hollow shield, ib.496.

German (Pape)

[Seite 1466] ορος, hohlbäuchig; λύκοι, d. i. hungrig, gefräßig, Aesch. Spt. 1026; übertr. vom Schilde, κύτος κοιλογάστορος κύκλου 478.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (γαστὴρ) ἔχων κοίλην τὴν γαστέρα, κενὴν δηλ., πειναλέος, ἐπὶ λύκων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· μεταφ., κοίλη ἀσπίς, αὐτόθι 496.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 bouclier dont le ventre (càd le milieu) est concave;
2 au ventre creux, càd affamé.
Étymologie: κοῖλος, γαστήρ.

Greek Monolingual

κοιλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.)
2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» — κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, ολβιο-γάστωρ].

Greek Monotonic

κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει άδεια κοιλιά, πεινασμένος, σε Αισχύλ.· μεταφ., ασπίδα με κοιλότητα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κοιλογάστωρ: ορος adj.
1) с пустым желудком (λύκος Aesch.);
2) (о щите) вогнутый (κύκλος Aesch.).