κουστωδία: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κουστωδία:''' ἡ, το Λατ. [[custodia]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κουστωδία:''' ἡ, το Λατ. [[custodia]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κουστωδία:''' ἡ (лат. [[custodia]]) стража NT.
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουστωδία Medium diacritics: κουστωδία Low diacritics: κουστωδία Capitals: ΚΟΥΣΤΩΔΙΑ
Transliteration A: koustōdía Transliteration B: koustōdia Transliteration C: koustodia Beta Code: koustwdi/a

English (LSJ)

ἡ, = Lat.

   A custodia, Ev.Matt.27.65.

Greek (Liddell-Scott)

κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.

English (Strong)

of Latin origin; "custody", i.e. a Roman sentry: watch.

English (Thayer)

κουστωδίας (Buttmann, 17 (16)), ἡ (a Latin word), guard: used of the Roman soldiers guarding the sepulchre of Christ, Matthew 28:11. (Ev. Nic c. 13.)

Greek Monolingual

η (AM κουστωδία)
στρατιωτική φρουρά
νεοελλ.
αστυνομική συνοδεία
μσν.
1. φρούρηση
2. φροντίδα, φύλαξη
αρχ.
επαγρύπνηση, ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. custodia < λατ. custos «φύλακας, φρουρός»].

Greek Monotonic

κουστωδία: ἡ, το Λατ. custodia, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κουστωδία: ἡ (лат. custodia) стража NT.