λεόντειος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''λεόντειος:''' львиный ([[δορά]] Aesch.; ὄνυχες Plut.; [[δέρμα]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεόντειος Medium diacritics: λεόντειος Low diacritics: λεόντειος Capitals: ΛΕΟΝΤΕΙΟΣ
Transliteration A: leónteios Transliteration B: leonteios Transliteration C: leonteios Beta Code: leo/nteios

English (LSJ)

α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3,

   A of a lion, τῆς λ. <δορᾶς> A.Fr.109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al.    2 lion-like, δύναμις Epich.[301]; βία AP9.221 (Marc. Arg.).    3 ἡ λεόντειος πόα, = ὀροβάγχη, Gp.2.42.3.

German (Pape)

[Seite 28] poet. = Folgdm; δορά Aesch. frg. 96, wie δέρμα Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).

Greek (Liddell-Scott)

λεόντειος: -α, -ον, ὡσαύτως μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, δύναμις Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ λεόντειος πόα = ὀροβάγχη, Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM λεόντειος, -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιοςδέρμα λεόντειον», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («λεόντειος σχολή»)
2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία» — εταιρεία της οποίας ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες
β) «λεόντειο προσωπείο»
ιατρ. η λεοντίαση
μσν.
φρ. «λεόντειος πόα» — το φυτό οροβάγχη
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. λεοντεία
α) λεοντή
β) (εσφ. ανάγν.) αγριότητα, θηριωδία
αρχ.
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ειος. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. rewotejo].

Russian (Dvoretsky)

λεόντειος: львиный (δορά Aesch.; ὄνυχες Plut.; δέρμα Theocr.).