κωλακρέτης: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(22) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωλακρέτης]] και [[κωλαγρέτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τίτλος]] άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, [[καθώς]] και άλλων [[πόλεων]], ο [[οποίος]] ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κωλακρέτου [[γάλα]]»<br />(κωμικά) [[δικαστικός]] [[μισθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλαγρέτης]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>-, <span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[μέλος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαμαγρέτας</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε [[μάλλον]] αυτόν που μάζευε τα [[μέλη]] (<i>κῶλα</i>) των σφαγίων στις θυσίες]. | |mltxt=[[κωλακρέτης]] και [[κωλαγρέτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τίτλος]] άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, [[καθώς]] και άλλων [[πόλεων]], ο [[οποίος]] ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κωλακρέτου [[γάλα]]»<br />(κωμικά) [[δικαστικός]] [[μισθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλαγρέτης]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>-, <span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[μέλος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαμαγρέτας</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε [[μάλλον]] αυτόν που μάζευε τα [[μέλη]] (<i>κῶλα</i>) των σφαγίων στις θυσίες]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωλακρέτης:''' арх. [[κωλαγρέτης]], ου ὁ колакрет, сборщик судебных обложений (в далекой древности, колакреты занимались сбором частей животных для жертвоприношений, впоследствии же их обязанности свелись к сбору судебных налогов и их расходованию): κωλακρέτου [[γάλα]] Arph. шутл. молоко колакрета, т. е. судейское жалованье. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V.695, Av.1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V.724. (Written κωλαγρ- in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.
A s.v. κωλακρέτης.)
German (Pape)
[Seite 1542] ὁ (od. eigtl. κωλαγρέτης, von κωλῆ ἀγείρω, wie auch Tim. lex. Plat. steht), Sammler der Opferstücke, ein uraltes, vorsolonisches Staatsamt in Athen; seit Klisthenes sind die Kolakreten überhaupt ταμίαι τῶν εἰς θεοὺς ἀναλωμάτων, besorgen also auch öffentliche Speisungen u. Opfermahle, bekommen aber von den Opferthieren die Häute u. die Füße; sie zahlen aber auch den Richtersold aus, vgl. Tim. lez., Schol. Ar. Vesp. 695; dah. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, du paßt auf den Zahler, um nur deine drei Obolen Richtersold zu bekommen, Ar. ibd.; so stehen Ach. 1541 τὸν κωλακρέτην τὰ τριώβολα neben einander; komisch κωλακρέτου γάλα πίνειν, Vesp. 724, das Geld des Zahlmeisters, mit Anspielung auf ὀρνίθων γάλα. Es waren ihrer zwölf nach der Zahl der Phratrien. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 186 ff. u. Ruhnk. zu Tim. 171. S. auch ἀποδέκτης.
French (Bailly abrégé)
mieux que κωλαγρέτης;
ου (ὁ) :
primit. celui qui dépeçait les victimes ; plus tard colacrétès, fonctionnaire chargé à Athènes de percevoir les frais de justice ou certaines taxes rituelles et d’en appliquer le produit au service du culte.
Étymologie: par assimil. p. κωλαγρέτης, de κῶλον, ἀγείρω.
Greek Monolingual
κωλακρέτης και κωλαγρέτης, ὁ (Α)
1. τίτλος άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης
2. φρ. «κωλακρέτου γάλα»
(κωμικά) δικαστικός μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή του -γ- σε -κ-, < κῶλον «μέλος» + -αγρέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω, μαζεύω»), πρβλ. μαμαγρέτας. Αρχικά η λ. δήλωνε μάλλον αυτόν που μάζευε τα μέλη (κῶλα) των σφαγίων στις θυσίες].
Russian (Dvoretsky)
κωλακρέτης: арх. κωλαγρέτης, ου ὁ колакрет, сборщик судебных обложений (в далекой древности, колакреты занимались сбором частей животных для жертвоприношений, впоследствии же их обязанности свелись к сбору судебных налогов и их расходованию): κωλακρέτου γάλα Arph. шутл. молоко колакрета, т. е. судейское жалованье.