λιθιάω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθιάω:''' ή λῐθάω, μόνο σε ενεστ., [[πάσχω]] από [[λιθίαση]], [[υποφέρω]] από αρθριτικά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''λῐθιάω:''' ή λῐθάω, μόνο σε ενεστ., [[πάσχω]] από [[λιθίαση]], [[υποφέρω]] από αρθριτικά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθιάω:''' страдать каменной болезнью Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθῐάω Medium diacritics: λιθιάω Low diacritics: λιθιάω Capitals: ΛΙΘΙΑΩ
Transliteration A: lithiáō Transliteration B: lithiaō Transliteration C: lithiao Beta Code: liqia/w

English (LSJ)

only pres.,

   A suffer from the stone, Hp.Aph.4.79, al., Pl.Lg.916a, IG42(1).121.68 (Epid., iv B.C.), Arist.Pr.895a37, Ruf.Ren.Ves.3, al., Philostr.VS1.25.11; [νοσήματα] -ιῶντα Hp.Hum.12:—also λῐθάω, which is restored in Pl. l.c., cf. Phot. s.v. λιθῶντας; also λιθόωσα· πολύλιθος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 44] auch λιθάω, den Blasenstein haben, an Steinschmerzen leiden, Hippocr. u. a. Medic.; Plat. Legg. XI, 916 a; Diphil. Ath. III, 90 d u. Machon. XIII, 578 e.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθιάω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., πάσχω ἐκ λιθιάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 916Α, Ἀριστ. Προβλ. 10. 43˙ λιθιώντων αὐτῷ τῶν ἄρθρων Φιλόστρ. 543. Ὁ δοκιμώτερος τύπος εἶναι λιθάω, λιθῶ καὶ οὕτω πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ παρὰ Πλάτ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. λιθῶντας˙ Ἐπικ. μετοχ. λιθόωσα, = πολύλιθος, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.˙ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avoir la maladie de la pierre;
2 avoir les articulations raides et nouées en parl. de la goutte.
Étymologie: λίθος.

Greek Monotonic

λῐθιάω: ή λῐθάω, μόνο σε ενεστ., πάσχω από λιθίαση, υποφέρω από αρθριτικά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθιάω: страдать каменной болезнью Plat., Arst.