λιχμάζω: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λιχμάζω:''' ([[λείχω]])<br /><b class="num">I.</b> = [[λιχμάω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[γλείφω]], γʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>λιχμάζεσκε</i>, σε Μόσχ. | |lsmtext='''λιχμάζω:''' ([[λείχω]])<br /><b class="num">I.</b> = [[λιχμάω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[γλείφω]], γʹ ενικ. Ιων. παρατ. <i>λιχμάζεσκε</i>, σε Μόσχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιχμάζω:''' Hes. = [[λιχμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A = λιχμάω, Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229. II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn.D.44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.
Greek (Liddell-Scott)
λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.
French (Bailly abrégé)
1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.
Greek Monolingual
λιχμάζω (Α)
1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα
2. γλείφω, λιχμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιχμῶ, κατά τα ρ. σε -άζω].
Greek Monotonic
λιχμάζω: (λείχω)
I. = λιχμάω, σε Ησίοδ.
II. μτβ., γλείφω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λιχμάζεσκε, σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
λιχμάζω: Hes. = λιχμάω.