λυρῳδός: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠρῳδός:''' συνηρ. αντί <i>λυρ-[[αοιδός]]</i>. | |lsmtext='''λῠρῳδός:''' συνηρ. αντί <i>λυρ-[[αοιδός]]</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠρῳδός:''' ὁ и ἡ стяж. = [[λυραοιδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:39, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. λυραοιδός.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. λυραοιδός.
Greek Monolingual
λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ-ωδός, τραγ-ωδός].
Greek Monotonic
λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.
Russian (Dvoretsky)
λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.