μακρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μακρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρολόγος:''' длинно говорящий, многословный Plat.
}}
}}

Revision as of 23:45, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρολόγος Medium diacritics: μακρολόγος Low diacritics: μακρολόγος Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: makrológos Transliteration B: makrologos Transliteration C: makrologos Beta Code: makrolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A speaking at length, θεός Com.Adesp.14.1 D., cf. Axiop.1.11: Comp., Pl. Sph.268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10. Adv. -γως Gal. 17(1).744.

Greek (Liddell-Scott)

μακρολόγος: -ον, ὁ λέγων πολλά, ὁμιλῶν διεξοδικῶς, Πλάτ. Σοφ. 268Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle longuement, prolixe, verbeux.
Étymologie: μακρός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (Α μακρολόγος, -ον)
1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία
2. απεραντολόγος, πολυλογάς.
επίρρ...
μακρολόγως (Α)
1. λεπτομερώς, διεξοδικά
2. με πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

μακρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μακρολόγος: длинно говорящий, многословный Plat.