μήνυτρον: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήνῡτρον:''' τό, [[τίμημα]] που καταβάλλεται για μια [[πληροφορία]], [[αμοιβή]], σε Ομηρ. Ύμν.· στην Αττ. μόνο πληθ.· <i>μήνυτρα</i>, σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''μήνῡτρον:''' τό, [[τίμημα]] που καταβάλλεται για μια [[πληροφορία]], [[αμοιβή]], σε Ομηρ. Ύμν.· στην Αττ. μόνο πληθ.· <i>μήνυτρα</i>, σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήνῡτρον:''' τό тж. pl. награда за сообщение, плата за донос HH, Thuc. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A reward for information, h.Merc.264, 364, PCair.Zen.489.9 (iii B. C.): in Att. only pl. μήνυτρα, Th.6.27, Phryn.Com.58, prob. in S.Ichn.81, etc.; μήνυτρα κεκηρυγμένα reward offered, And.1.40.
German (Pape)
[Seite 175] τό, Lohn für die Anzeige, H. h. Mer, . 264. 364; der auf die Entdeckung eines Verbrechens gesetzte Preis, μεγάλοις μηνύτροις δημοσίᾳ ἐζητοῦντο οἱ δράσαντες, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 27; Lys. 6, 43 u. Sp., wie Luc. Fugit. 29.
Greek (Liddell-Scott)
μήνῡτρον: τό, (μηνύω) ἀμοιβὴ ἐπὶ μηνύσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 264, 364˙ ― παρ’ Ἀττ. μόνον πληθ. μήνυτρα, Θουκ. 6. 27, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, κτλ.˙ μήνυτρα κηρύσσειν Ἀνδοκ. 6. 23˙ πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 332.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
récompense à un dénonciateur.
Étymologie: μηνύω.
Greek Monolingual
μήνυτρον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ μήνυτρα
α) χρηματικές αμοιβές για μήνυση, δηλαδή για πληροφορία που δόθηκε
β) τα χρήματα που προσφέρονταν για τη σύλληψη επικηρυγμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τρον (πρβλ. κάλυπ-τρον, μέ-τρον].
Greek Monotonic
μήνῡτρον: τό, τίμημα που καταβάλλεται για μια πληροφορία, αμοιβή, σε Ομηρ. Ύμν.· στην Αττ. μόνο πληθ.· μήνυτρα, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μήνῡτρον: τό тж. pl. награда за сообщение, плата за донос HH, Thuc. etc.