μηχανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(25)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μηχανεύομαι]]) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[σοφίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] πονηρά ή δόλια [[μέσα]] για να εξαπατήσω, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μηχανεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[πονηρός]], [[πανούργος]].
|mltxt=(ΑΜ [[μηχανεύομαι]]) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[σοφίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] πονηρά ή δόλια [[μέσα]] για να εξαπατήσω, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μηχανεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[πονηρός]], [[πανούργος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνεύομαι:''' Xen. v. l. = [[μηχανάω]].
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνεύομαι Medium diacritics: μηχανεύομαι Low diacritics: μηχανεύομαι Capitals: ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mēchaneúomai Transliteration B: mēchaneuomai Transliteration C: michaneyomai Beta Code: mhxaneu/omai

English (LSJ)

   A = μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v. l. ib.3 Ma.6.22.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνεύομαι: Xen. v. l. = μηχανάω.