μιλιάριον: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μιλιάριον:''' τό, Λατ. [[milliarium]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλιοδείκτης]] ([[στήλη]] [[οκτώ]] σταδίων, ως [[μονάδα]] μέτρησης μήκους).<br /><b class="num">II.</b> χάλκινο [[δοχείο]] με αιχμές στην [[κορυφή]] του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό [[νερό]], σε Ανθ. (όπου <i>μῐλῐάριον</i>). | |lsmtext='''μιλιάριον:''' τό, Λατ. [[milliarium]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλιοδείκτης]] ([[στήλη]] [[οκτώ]] σταδίων, ως [[μονάδα]] μέτρησης μήκους).<br /><b class="num">II.</b> χάλκινο [[δοχείο]] με αιχμές στην [[κορυφή]] του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό [[νερό]], σε Ανθ. (όπου <i>μῐλῐάριον</i>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῐλῐάριον:''' (ᾱ) τό котел или чан для нагревания воды, кипятильник ([[χαλκοῦν]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐλῐᾱ], τό,
A a high copper vessel, pointed at the top and furnished with winding tubes, to boil water in, AP11.244, Ath.3.98c, Hero Spir.2.34; gloss on ἰπνολέβης, Sch.Luc.Lex.8. II milestone, Lyd.Mens. 4.49.
German (Pape)
[Seite 186] τό, das römische miliarium, Meilenzeiger, Sp. – Auch ein hohes kupfernes, nach oben spitz zulaufendes Gefäß zum Bereiten des warmen Wassers, Ath. III, 98 c; χαλκοῦν, Nicarch. 34 (XI, 244), mit βαύκαλις verglichen.
Greek (Liddell-Scott)
μιλιάριον: τό, = Λατ. milliarium, ἡ στήλη, τὸ τοῦ ὀκτασταδίου σημεῖον, Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο ὕδωρ, ἰπνολέβης, Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase de cuivre pour chauffer l’eau.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν)
1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό
2. μιλιοδείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (< mille)].
Greek Monotonic
μιλιάριον: τό, Λατ. milliarium·
I. μιλιοδείκτης (στήλη οκτώ σταδίων, ως μονάδα μέτρησης μήκους).
II. χάλκινο δοχείο με αιχμές στην κορυφή του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό νερό, σε Ανθ. (όπου μῐλῐάριον).
Russian (Dvoretsky)
μῐλῐάριον: (ᾱ) τό котел или чан для нагревания воды, кипятильник (χαλκοῦν Anth.).