νιτρώδης: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(27) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[νιτρώδης]], -ῶδες) [[νίτρον]]<br />αυτός που περιέχει [[νίτρο]] ή νιτρικό οξύ σε [[αφθονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νιτρώδεις ατμοί»<br /><b>χημ.</b> [[αέριο]] [[μίγμα]] που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, [[κατά]] την [[παρασκευή]] τών χρωμάτων ανιλίνης, και [[είναι]] πολύ δηλητηριώδες<br />β) «νιτρώδες οξύ» — [[ασταθής]] ανόργανη χημική [[ένωση]] που παράγεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε [[νερό]]. | |mltxt=-ες (Α [[νιτρώδης]], -ῶδες) [[νίτρον]]<br />αυτός που περιέχει [[νίτρο]] ή νιτρικό οξύ σε [[αφθονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νιτρώδεις ατμοί»<br /><b>χημ.</b> [[αέριο]] [[μίγμα]] που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, [[κατά]] την [[παρασκευή]] τών χρωμάτων ανιλίνης, και [[είναι]] πολύ δηλητηριώδες<br />β) «νιτρώδες οξύ» — [[ασταθής]] ανόργανη χημική [[ένωση]] που παράγεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε [[νερό]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νιτρώδης:''' похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной ([[ὕδωρ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ες (Att. λιτρώδης Pl.Ti.65e),
A like νίτρον, δύναμις Arist.Pr.936a2; impregnated with ν., τὰ ν. Thphr.CP2.5.1, Od.65. 2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387. II epith. of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892.
Greek (Liddell-Scott)
νιτρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νίτρον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 40, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 1.
Greek Monolingual
-ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) νίτρον
αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος
2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»
χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδες
β) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε νερό.
Russian (Dvoretsky)
νιτρώδης: похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной (ὕδωρ Arst.).