νέορτος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
|lsmtext='''νέορτος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που [[μόλις]] εμφανίστηκε, [[νέος]], [[πρόσφατος]], λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νέορτος:''' <b class="num">II</b> adj. f новобрачная ([[νύμφα]] Soph.).<br />вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέορτος Medium diacritics: νέορτος Low diacritics: νέορτος Capitals: ΝΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: néortos Transliteration B: neortos Transliteration C: neortos Beta Code: ne/ortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμι)

   A newly arisen, τί δ' ἐστίν, ὦ παῖ Λαΐου, ν. αὖ; S. OC1507; of persons, new, ἁ ν. ἅδε νύμφα Id.Tr.894 (lyr.); also, youthful (expld. by ἔφηβος, Phot.), τὰν ν. Ἑρμιόναν S.Fr.872 (lyr., νεοργόν or -ουργόν codd. Plu.).

German (Pape)

[Seite 243] neu erregt, -entstanden, jung, frisch; τί δ' ἐστὶν νέορτον αὖ; Soph. O. C. 1503, vgl. Trach. 890.

Greek (Liddell-Scott)

νέορτος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ νεωστὶ ἐγερθείς, νέος, ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1507· ἐπὶ προσώπων, ἁ ν. ἅδε νύμφα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 894· τὰν ν. Ἑρμιόναν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 791.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de surgir, d’où
1 nouveau, récent;
2 au fém. jeune femme, nouvelle épouse.
Étymologie: νέος, ὄρνυμι.

Greek Monolingual

νέορτος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος
2. το αρσ. ως ουσ. νέορτος
νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον
πρόσφατο συμβάν («τί δ' ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. θέ-ορτος, παλίν-ορτος].

Greek Monotonic

νέορτος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που μόλις εμφανίστηκε, νέος, πρόσφατος, λέγεται για πρόσ. και πράγμ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νέορτος: II adj. f новобрачная (νύμφα Soph.).
вновь происшедший: τί δ᾽ ἔστιν νέορτον αὖ; Soph. что случилось нового?