νυκτοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που τη [[νύχτα]] επιδίδεται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''νυκτοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που τη [[νύχτα]] επιδίδεται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτοθήρας:''' ου ὁ ночной охотник Xen.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοθήρας Medium diacritics: νυκτοθήρας Low diacritics: νυκτοθήρας Capitals: ΝΥΚΤΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: nyktothḗras Transliteration B: nyktothēras Transliteration C: nyktothiras Beta Code: nuktoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who hunts by night, X.Mem. 4.7.4.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοθήρας: -ου, ὁ διὰ νυκτὸς θηρεύων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7 .4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de nuit.
Étymologie: νύξ, θηράω.

Greek Monolingual

ο (Α νυκτοθήρας)
κυνηγός που κυνηγά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].

Greek Monotonic

νυκτοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που τη νύχτα επιδίδεται στο κυνήγι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοθήρας: ου ὁ ночной охотник Xen.