ξενηλατέω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενηλᾰτέω:''' ([[ἐλαύνω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκδιώκω]], [[εξοστρακίζω]], [[εξορίζω]] τους ξένους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ξενηλᾰτέω:''' ([[ἐλαύνω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκδιώκω]], [[εξοστρακίζω]], [[εξορίζω]] τους ξένους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενηλᾰτέω:''' изгонять чужеземцев ([[ὥσπερ]] ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.).
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενηλᾰτέω Medium diacritics: ξενηλατέω Low diacritics: ξενηλατέω Capitals: ΞΕΝΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: xenēlatéō Transliteration B: xenēlateō Transliteration C: ksenilateo Beta Code: cenhlate/w

English (LSJ)

   A banish foreigners, in Pass., Ar.Av.1013, Plb.9.29.4, D.S.40.3.

German (Pape)

[Seite 276] Fremde vertreiben; ὥςπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται, Ar. Av. 1012; Sp., ἐκ πάσης ἐξενηλατοὖντο τῆς Ἑλλάδος, Pol. 9, 29, 4; übtr., Plut. Symp. 8, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενηλᾰτέω: ἐκδιώκω, ἐξορίζω τοὺς ξένους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1013, Πολύβ. 9. 29, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bannir les étrangers.
Étymologie: ξένος, ἐλατός, au sens de ἐλατήριος.

Greek Monotonic

ξενηλᾰτέω: (ἐλαύνω), μέλ. -ήσω, εκδιώκω, εξοστρακίζω, εξορίζω τους ξένους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξενηλᾰτέω: изгонять чужеземцев (ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.).