οἴ: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴ:''' επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. [[heu]]! [[vae]]!, μερικές φορές με ονομ., <i>οἴ 'γώ</i>, σε Σοφ.· [[κυρίως]] με δοτ., βλ. [[οἴμοι]]· με αιτ., <i>οἲ ἐμὲ δειλήν</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''οἴ:''' επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. [[heu]]! [[vae]]!, μερικές φορές με ονομ., <i>οἴ 'γώ</i>, σε Σοφ.· [[κυρίως]] με δοτ., βλ. [[οἴμοι]]· με αιτ., <i>οἲ ἐμὲ δειλήν</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴ:''' (тж. [[οἰοῖ]], [[οἰοῖ]] [[οἰοῖ]] и οἰοιοῖ) interj. ой!, увы!, о горе!: οἲ [[ἐγώ]]! Trag. и οἴ μοι ([[οἴμοι]])! и οἲ [[ἐμέ]]! Anth. о горе мне!
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴ Medium diacritics: οἴ Low diacritics: οι Capitals: ΟΙ
Transliteration A: Transliteration B: oi Transliteration C: oi Beta Code: oi)/

English (LSJ)

exclam. of pain, grief, pity, astonishment,

   A ah! woe! sts. with nom., οἲ' γώ S.Aj.803, El.674, 1115 : mostly c. dat. (cf. οἴμοι): c. acc., οἲ ἐμὲ δειλήν AP9.408 (Apollonid. or Antip.), cf. IG14.1971.5 : also οἰοῖ, οἰοιοῖ, A.D.Adv.177.4, cf. A.Eu.841, Supp.876, Pers.955 (all lyr.), etc. : Ion. ὀΐ as exclam. of fear, Ar.Pax933.

Greek (Liddell-Scott)

οἴ: ἐπιφώνημα ἄλγους, λύπης, οἴκτου, ἐκπλήξεως, ἄχ! Λατιν. heu! vae! ἐνίοτε μετ’ ὀνομ., οἴ ’γώ, Σοφ. Αἴ. 803, Ἠλ. 674, 1115· οἴ .. μῆτερ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 565. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ἴδε ἐν λ. οἴμοι· μετ’ αἰτ. οἴ ἐμὲ δειλὴν Ἀνθ. Π. 9. 408· - Συχνάκις διπλασιάζεται καὶ τριπλασιάζεται, ὅτε ἔπρεπε νὰ φέρηται, οἰοῖ, οἰοιοῖ, κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμμ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν Τραγ. καὶ Κωμ. φέρεται συνεχῶς οἲ οἴ, οἲ οἲ οἴ, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 258. (Ἐκ τοῦ οἲ παράγονται αἱ λέξεις οἴζω, ὀϊζύς, ὀϊζυρός, οἶτος, οἶκτος, οἰκτρός).

French (Bailly abrégé)

interj. marquant la douleur, rar. la joie ou l’admiration;
ah ! : οἲ ἐγώ ESCHL, οἴ μοι ou mieux οἴμοι (v. ce mot) hélas ! malheureux que je suis ! οἰοῖ ou οἰοῖ οἰοῖ, hélas ! hélas !.

Greek Monotonic

οἴ: επιφών. πόνου, λύπης, οίκτου, έκπληξης, αχ! πω πω!, Λατ. heu! vae!, μερικές φορές με ονομ., οἴ 'γώ, σε Σοφ.· κυρίως με δοτ., βλ. οἴμοι· με αιτ., οἲ ἐμὲ δειλήν, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἴ: (тж. οἰοῖ, οἰοῖ οἰοῖ и οἰοιοῖ) interj. ой!, увы!, о горе!: οἲ ἐγώ! Trag. и οἴ μοι (οἴμοι)! и οἲ ἐμέ! Anth. о горе мне!