οἰοβουκόλος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»].
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοβουκόλος Medium diacritics: οἰοβουκόλος Low diacritics: οιοβουκόλος Capitals: ΟΙΟΒΟΥΚΟΛΟΣ
Transliteration A: oioboukólos Transliteration B: oioboukolos Transliteration C: oiovoukolos Beta Code: oi)obouko/los

English (LSJ)

ον,

   A herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.

Greek (Liddell-Scott)

οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.

Greek Monolingual

οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].

Russian (Dvoretsky)

οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).