ὀλιγάμπελος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγάμπελος:''' -ον, αυτός που έχει [[λίγα]] αμπέλια, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀλῐγάμπελος:''' -ον, αυτός που έχει [[λίγα]] αμπέλια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγάμπελος:''' бедный виноградниками ([[νῆσος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A scant of vines, νῆσος AP 9.413 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 319] mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάμπελος: -ον, ὁ ὀλίγας ἔχων ἀμπέλους, Ἀνθ. Π. 9. 413.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a que peu de vignes.
Étymologie: ὀλίγος, ἄμπελος.
Greek Monolingual
ὀλιγάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγα αμπέλια («ὀλιγάμπελος νῆσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄμπελος.
Greek Monotonic
ὀλῐγάμπελος: -ον, αυτός που έχει λίγα αμπέλια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγάμπελος: бедный виноградниками (νῆσος Anth.).