ὀχέτευμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]].
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχέτευμα:''' ατος τό водоотводный канал, анат. канал, проток Arst.
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχέτευμα Medium diacritics: ὀχέτευμα Low diacritics: οχέτευμα Capitals: ΟΧΕΤΕΥΜΑ
Transliteration A: ochéteuma Transliteration B: ocheteuma Transliteration C: ochetevma Beta Code: o)xe/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ὀχετός: duct or passage of the nose, Arist.HA492b16.

German (Pape)

[Seite 429] τό, Kanal, Wasserleitung, Arist. H. A. 1, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχέτευμα: τό, = ὀχετός· μέρος δὲ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν διάφραγμα χόνδρος, τὸ δὲ ὀχέτευμα κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8.

Greek Monolingual

ὀχέτευμα, τὸ (Α) οχετεύω
ο πόρος της μύτης.

Russian (Dvoretsky)

ὀχέτευμα: ατος τό водоотводный канал, анат. канал, проток Arst.