ὀξύγαλα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύγᾰλα:''' -ακτος, τό, [[ξινόγαλα]], [[ορός]] γάλακτος, σε Στράβ. | |lsmtext='''ὀξύγᾰλα:''' -ακτος, τό, [[ξινόγαλα]], [[ορός]] γάλακτος, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύγᾰλα:''' ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ακτος, τό,
A sour milk, whey, πίνουσι . . ὀ. τῶν προβάτων Ctes.Fr.57.22, cf. Str.7.4.6, Plu.Art.3, Gal.6.689.
German (Pape)
[Seite 352] ακτος, τό, saure Milch, geronnene Milch, Strah. 7, 4, 6 Plut. Artax. 3 u. Folgde, bes. Medic., bei denen es auch den frischen Quarkkäse zu bezeichnen scheint.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. ὀξύγαλα τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.
French (Bailly abrégé)
ὀξυγάλακτος (τό) :
lait aigri, petit-lait.
Étymologie: ὀξύς, γάλα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὀξύγαλα)
ξινό γάλα, ξινόγαλα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το γιαούρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γάλα.
Greek Monotonic
ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, ορός γάλακτος, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύγᾰλα: ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut.