ὀψοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψοφάγος:''' [ᾰ], ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με [[ψωμί]], όπως ψάρι καιλιχουδιές, [[λιχούδης]], [[επικούρειος]], [[τρυφηλός]], σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. [[ὀψοφαγίστατος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὀψοφάγος:''' [ᾰ], ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με [[ψωμί]], όπως ψάρι καιλιχουδιές, [[λιχούδης]], [[επικούρειος]], [[τρυφηλός]], σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. [[ὀψοφαγίστατος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψοφάγος:''' (ᾰ) (superl. [[ὀψοφαγίστατος]]) падкий до изысканных кушаний, лакомка Xen., Arph.
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 434] eigtl. bloße Zukost ohne Brot essend, vgl. Xen. Mem. 3, 14, 2 ff.; bes. feinere Speisen, Fische liebend, dah. leckerhaft, subst. das Leckermaul, der Schlemmer, Ar. Eccl. 781; Pol. 12, 24, 2; vgl. bes. Ath. VIII, 343 ff., 346 auch ein Apollo mit dem Beinamen ὀψοφάγος bei den Eleern erwähnt. – Superl. ὀψοφαγίστατος, Xen. Mem. 3, 13, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων ἄνευ ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, οἷον ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, λαίμαργος, ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, μάλιστα τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, Πολυδ. Ϛ΄, 37. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui mange des mets sans pain ; qui aime la bonne chère, friand, gourmet.
Étymologie: ὄψον, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ὀψοφάγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος
2. αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς
3. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -φάγος (< θ. φάγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος.

Greek Monotonic

ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με ψωμί, όπως ψάρι καιλιχουδιές, λιχούδης, επικούρειος, τρυφηλός, σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. ὀψοφαγίστατος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀψοφάγος: (ᾰ) (superl. ὀψοφαγίστατος) падкий до изысканных кушаний, лакомка Xen., Arph.