παλίνορτος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλίνορτος:''' -ον, = [[παλίνορσος]], ορμώμενος [[ξανά]], [[βαθιά]] ριζωμένος, [[πάγιος]], μόνιμα [[αθεράπευτος]], [[περίπου]] ίδιο με το <i>παλίγ-κοτος</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πᾰλίνορτος:''' -ον, = [[παλίνορσος]], ορμώμενος [[ξανά]], [[βαθιά]] ριζωμένος, [[πάγιος]], μόνιμα [[αθεράπευτος]], [[περίπου]] ίδιο με το <i>παλίγ-κοτος</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλίνορτος:''' (ῐ) вновь вспыхивающий, т. е. неутолимый ([[μῆνις]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (ὄρνυμι)
A recurring, inveterate, μῆνις A.Ag.154(lyr.).
German (Pape)
[Seite 450] nach E. M. die eigentliche etymologisch richtige Form für das Vorige, ὁ πάλιν ὡρμημένος erkl., u. so steht Aesch. Ag. 153 παλίνορτος οἰκονόμος μῆνις, wo Schütz παλίνορσος ändert.
Greek (Liddell-Scott)
παλίνορτος: -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. παλίγκοτος· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. θέορτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’élance ou éclate de nouveau, qui se ravive (ressentiment, haine).
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.
Greek Monolingual
παλίνορτος, -ον (Α)
βλ. παλίνορσος.
Greek Monotonic
πᾰλίνορτος: -ον, = παλίνορσος, ορμώμενος ξανά, βαθιά ριζωμένος, πάγιος, μόνιμα αθεράπευτος, περίπου ίδιο με το παλίγ-κοτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίνορτος: (ῐ) вновь вспыхивающий, т. е. неутолимый (μῆνις Aesch.).