παραδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδαρθάνω:''' μέλ. <i>δαρθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>παρέδαρθον</i>, Επικ. <i>παρέδρᾰθον</i>, απαρ. [[παραδραθέειν]]· [[κοιμάμαι]] δίπλα σε κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''παραδαρθάνω:''' μέλ. <i>δαρθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>παρέδαρθον</i>, Επικ. <i>παρέδρᾰθον</i>, απαρ. [[παραδραθέειν]]· [[κοιμάμαι]] δίπλα σε κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδαρθάνω:''' (aor. 2 παρέδαρθον - эп. παρέδρᾰθον; эп. inf. [[παραδραθέειν]]) вместе или рядом спать (τινί Hom.).
}}
}}

Revision as of 01:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδαρθάνω Medium diacritics: παραδαρθάνω Low diacritics: παραδαρθάνω Capitals: ΠΑΡΑΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: paradarthánō Transliteration B: paradarthanō Transliteration C: paradarthano Beta Code: paradarqa/nw

English (LSJ)

only in Ep. aor. 2 παρέδρᾰθον:—

   A sleep beside, τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Od.20.88; παραδραθέειν φιλότητι Il.14.163.

German (Pape)

[Seite 476] (s. δαρθάνω), neben oder bei Einem schlafen, τινί, Od. 20, 88; παραδραθέειν φιλότητι, Il. 14, 163; einzeln, bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. παρέδαρθον, ποιητ. παρέδρᾰθον, (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.). Κοιμῶμαι πλησίον, τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Ὀδ. Υ. 88· παραδραθέειν φιλότητι Ἰλ. Ξ. 163.

French (Bailly abrégé)

f. παραδαρθήσομαι, ao.2 παρέδαρθον, inf. poét. παραδραθέειν;
dormir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, δαρθάνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 παρέδραθον, inf. παραδραθέειν: sleep beside, lie with.

Greek Monolingual

Α
κοιμάμαι κοντά σε κάποιον, στο πλευρό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δαρθάνω «κοιμάμαι].

Greek Monotonic

παραδαρθάνω: μέλ. δαρθήσομαι, αόρ. βʹ παρέδαρθον, Επικ. παρέδρᾰθον, απαρ. παραδραθέειν· κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

παραδαρθάνω: (aor. 2 παρέδαρθον - эп. παρέδρᾰθον; эп. inf. παραδραθέειν) вместе или рядом спать (τινί Hom.).