παραθλίβω: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[θλίβω]] από τα [[πλάγια]] («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]] («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[φράζω]] εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο [[αέρας]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[θλίβω]] από τα [[πλάγια]] («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]] («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[φράζω]] εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο [[αέρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραθλίβω:''' (ῑ) нажимать сбоку, надавливать со стороны (τὸν ὀφθαλμόν Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[i],
A press at the side, τὸν ὀφθαλμόν S.E.P.1.47; press close, π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ LXX 4 Ki.6.32; τὴν σάρκα Herod.Med. ap. Orib. 10.18.15:—Pass., Arat.993; παραθλιφθείσης τῆς κόρης Gal.UP10.12; τὸ ὕδωρ σῶμά ἐστιν . . παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν Herm. ap. Stob.1.49.68. 2 π. τῆς ἀναπνοῆς shut off part of the escape of air from a flute, Onos.10.3.
German (Pape)
[Seite 479] von der Seite oder an der Seite drücken, ὀφθαλμόν, Sext. Emp. pyrrh. 1, 47.
Greek (Liddell-Scott)
παραθλίβω: [ῑ], θλίβω πλαγίως, τὸν ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 47· π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 32).
Greek Monolingual
Α
1. θλίβω από τα πλάγια («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)
2. πιέζω δυνατά («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)
3. φράζω εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο αέρας.
Russian (Dvoretsky)
παραθλίβω: (ῑ) нажимать сбоку, надавливать со стороны (τὸν ὀφθαλμόν Sext.).