παρεῖδον: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεῖδον:''' αόρ. βʹ του [[παροράω]] χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]] εν παρόδω, [[προσέχω]], <i>τί τινι</i>, [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραβλέπω]], [[παραμελώ]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ. | |lsmtext='''παρεῖδον:''' αόρ. βʹ του [[παροράω]] χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρώ]] εν παρόδω, [[προσέχω]], <i>τί τινι</i>, [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παραβλέπω]], [[παραμελώ]], [[αδιαφορώ]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεῖδον:''' aor. 2 к [[παροράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. 2, παροράω being used as pres.,
A observe by the way, remark, notice, τινί τι something in one, οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδών Hdt. 1.37, cf. 38 ; π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν ib.108. II overlook, disregard, τοὺς νόμους Antipho 1.24, cf. Lycurg.64; παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν D.21.96. 2 cast a side glance, Ar.Ra.815.
German (Pape)
[Seite 511] inf. παριδεῖν, aor. II. zu παροράω.
Greek (Liddell-Scott)
παρεῖδον: ἀόρ. β΄τοῦ παροράω ὄντος ἐν χρήσει ὡς ἐνεστῶτος: -παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, τινί τι, βλέπω, παρατηρῶ τι εἴς τινα, οἷον, δειλίην τινά μοι παριδὼν Ἡρόδ. 1. 37, 38· π. ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδὲν αὐτόθι 108. ΙΙ. παραβλέπω, παραμελῶ, Ἀντιφῶν 114. 6, Λυκοῦργ. 156. 7· παρεῖδε πρὸς τὰ δίκαια Μειδίαν 545. 28.
French (Bailly abrégé)
ao.2 de παροράω.
Greek Monotonic
παρεῖδον: αόρ. βʹ του παροράω χρησιμ. ως ενεστ.
I. παρατηρώ εν παρόδω, προσέχω, τί τινι, κάτι σε κάποιον, σε Ηρόδ.
II. παραβλέπω, παραμελώ, αδιαφορώ, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παρεῖδον: aor. 2 к παροράω.