παροικοδόμημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παροικοδομώ]]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] κτισμένο [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]]<br /><b>2.</b> [[μεσότοιχος]], [[χώρισμα]], [[διάφραγμα]]<br /><b>3.</b> [[οικοδόμημα]] [[δίπλα]] σε δρόμο.
|mltxt=τὸ, Α [[παροικοδομώ]]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] κτισμένο [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]]<br /><b>2.</b> [[μεσότοιχος]], [[χώρισμα]], [[διάφραγμα]]<br /><b>3.</b> [[οικοδόμημα]] [[δίπλα]] σε δρόμο.
}}
{{elru
|elrutext='''παροικοδόμημα:''' ατος τό средостение, перегородка Arst.
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικοδόμημα Medium diacritics: παροικοδόμημα Low diacritics: παροικοδόμημα Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
Transliteration A: paroikodómēma Transliteration B: paroikodomēma Transliteration C: paroikodomima Beta Code: paroikodo/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A partition wall, Arist.PA672b19.    II building beside a road, prob.cj. in D.C.68.15(pl.).

German (Pape)

[Seite 525] τό, ein Nebengebäude, Arist. partt. anim. 3, 10, übertr.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδόμημα: τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροικοδομώ
1. οικοδόμημα κτισμένο κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα
2. μεσότοιχος, χώρισμα, διάφραγμα
3. οικοδόμημα δίπλα σε δρόμο.

Russian (Dvoretsky)

παροικοδόμημα: ατος τό средостение, перегородка Arst.