πανατρεκής: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνατρεκής:''' -ές, εντελώς [[ακριβής]], [[παναληθής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πᾰνατρεκής:''' -ές, εντελώς [[ακριβής]], [[παναληθής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνατρεκής:''' совершенно истинный, доподлинный, самый настоящий ([[μνῆμα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A all-exact, infallible, φάτις Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta); μνῆμα AP7.594 (Jul.): neut. as Adv., A.R.4.1382.
German (Pape)
[Seite 457] ές, ganz unfehlbar, wahrhaft, μνῆμα, Iul. Aeg. 63 (VII, 594); als adv. πανατρεκές Ap. Rh. 4, 1332.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνατρεκής: -ές, ὅλως ἀτρεκής, παναληθής, Ἀνθ. Π. 7. 594˙ - οὐδ. -ές, ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1382.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait véritable, infaillible ; n. adv. • πανατρεκές très certainement.
Étymologie: πᾶν, ἀτρεκής.
Greek Monolingual
πανατρεκής, -ές (Α)
1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές
αληθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»].
Greek Monotonic
πᾰνατρεκής: -ές, εντελώς ακριβής, παναληθής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνατρεκής: совершенно истинный, доподлинный, самый настоящий (μνῆμα Anth.).