περίαμμα: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίαμμα:''' -ατος, τό ([[περιάπτω]]), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, [[φυλαχτό]], βασκάνιο, [[χαϊμαλί]], σε Ανθ. | |lsmtext='''περίαμμα:''' -ατος, τό ([[περιάπτω]]), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, [[φυλαχτό]], βασκάνιο, [[χαϊμαλί]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίαμμα:''' ατος τό (носимый на теле) амулет Polyb., Diod., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, (περιάπτω)
A anything worn about the body, amulet, Plb.33.17.2, D.S.5.64, Dsc.5.141, AP11.257 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 568] τό, alles Um- oder Angehängte u. so Getragene, Amulet, oder sympathetische Mittel, die, am Leibe getragen, helfen sollen; Pol. frg. 63; D. Sic. 5, 65; Lucill. 37 (XI, 257).
Greek (Liddell-Scott)
περίαμμα: τό, (περιάπτω) περίαπτον, φυλακτήριον, φυλακτόν, Πολυβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 63, Διόδ. 5. 64, Ἀνθ. Π. 11. 257.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on attache autour de son cou, particul. amulette, talisman.
Étymologie: περιάπτω.
Spanish
amuleto, texto escrito en un amuleto
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ περιάπτω
περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ περίαμμα ποιεῑν», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «περίαμμα προβόλου»
ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, ιδίως ιστιοφόρου, μέσα από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι πρότονοι του ακάτιου ιστού, κν. σκουλαρίκι του μπομπρέσου.
Greek Monotonic
περίαμμα: -ατος, τό (περιάπτω), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, φυλαχτό, βασκάνιο, χαϊμαλί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
περίαμμα: ατος τό (носимый на теле) амулет Polyb., Diod., Anth.