περιιάπτω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιιάπτω:''' [[τραυματίζω]] [[παντού]] [[ολόγυρα]], <i>περὶ θυμὸς ἰάφθη</i> (γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''περιιάπτω:''' [[τραυματίζω]] [[παντού]] [[ολόγυρα]], <i>περὶ θυμὸς ἰάφθη</i> (γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιιάπτω:''' поражать вокруг: περὶ θυμὸς ἰάφθη Theocr. вся душа смятена (v. l. πυρὶ θυμὸς ἰάφθη).
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιῐάπτω Medium diacritics: περιιάπτω Low diacritics: περιιάπτω Capitals: ΠΕΡΙΙΑΠΤΩ
Transliteration A: periiáptō Transliteration B: periiaptō Transliteration C: periiapto Beta Code: periia/ptw

English (LSJ)

   A wound all round, περὶ θυμὸς ἰάφθη Theoc.2.82.

Greek (Liddell-Scott)

περιιάπτω: τιτρώσκω πανταχόθεν, περὶ θυμὸς ἰάφθη, ἐτρώθη πανταχόθεν, Θεόκρ. 2.82.

Greek Monolingual

Α
τραυματίζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἰάπτω «ρίπτω, εξακοντίζω»].

Greek Monotonic

περιιάπτω: τραυματίζω παντού ολόγυρα, περὶ θυμὸς ἰάφθη (γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περιιάπτω: поражать вокруг: περὶ θυμὸς ἰάφθη Theocr. вся душа смятена (v. l. πυρὶ θυμὸς ἰάφθη).