πολύχρως: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ων, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>χρως</i>, [[λευκό]]-<i>χρως</i>]. | |mltxt=-ων, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και ποικίλα χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>χρως</i>, [[λευκό]]-<i>χρως</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύχρως:''' ωτος adj. Arst. = [[πολύχροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ων,
A = πολίχροος, Arist.GA779b9.
German (Pape)
[Seite 677] ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρως: -ων, = πολύχροος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19.
Greek Monolingual
-ων, Α
αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, λευκό-χρως].
Russian (Dvoretsky)
πολύχρως: ωτος adj. Arst. = πολύχροος.