ποσάκις: Difference between revisions
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποσάκις:''' [ᾰ], επίρρ., πόσες φορές; πόσο [[συχνά]]; Λατ. quoties? σε Επικ., Πλάτ. | |lsmtext='''ποσάκις:''' [ᾰ], επίρρ., πόσες φορές; πόσο [[συχνά]]; Λατ. quoties? σε Επικ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποσάκῐς:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> сколько раз Plat., Luc., NT;<br /><b class="num">2)</b> столько раз: οἱ π. πόσοι ἀριθμοί Arst. числа, помноженные сами на себя, т. е. квадратные; οἱ π. π. πόσοι (ἀριθμοί) Arst. кубические числа. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A how many times? how often? Pl.Ep.353d; poet. ποσσάκι Call.Dian.119. II Indef., so many times, οἱ π. ποσοὶ [ἀριθμοί], i.e. square numbers, and οἱ π. π. ποσοί cubes, Arist.Metaph. 1020b5.
German (Pape)
[Seite 687] adv., wie viel mal? Plat. Ep. VIII, 353 d; Luc. Tim. 4; ποσσάκι, Callim. Dian. 119.
Greek (Liddell-Scott)
ποσάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, πόσας φοράς; Λατιν. quoties? Πλάτ. Ἐπιστ. 353D· ποιητ. ποσσάκι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 119. ΙΙ. τοσάκις, οἱ ποσάκις ποσοὶ [ἀριθμοί], δηλ. τετράγωνοι ἀριθμοί, καὶ οἱ ποσάκις ποσάκις ποσοί, δηλ. κύβοι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
combien de fois ? ; οἱ ποσάκις πόσοι ἀριθμοί les nombres carrés ; οἱ ποσάκις ποσάκις πόσοι ἀριθμοί les nombres cubes.
Étymologie: πόσος, -ακις.
English (Strong)
multiplicative from πόσος; how many times: how oft(-en).
English (Thayer)
(πόσος), adverb, how often: Plato s epistle, Aristotle, others.))
Greek Monolingual
ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α
(ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ
β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.)
αρχ.
1. (αόρ.) τόσες φορές
2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» — οι τετράγωνοι αριθμοί
β) «οἱ ποσάκις ποσάκις ποσοί ἀριθμοί» — οι κύβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις κατά το πολλάκις.
Greek Monotonic
ποσάκις: [ᾰ], επίρρ., πόσες φορές; πόσο συχνά; Λατ. quoties? σε Επικ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ποσάκῐς: (ᾰ) adv.
1) сколько раз Plat., Luc., NT;
2) столько раз: οἱ π. πόσοι ἀριθμοί Arst. числа, помноженные сами на себя, т. е. квадратные; οἱ π. π. πόσοι (ἀριθμοί) Arst. кубические числа.