προεικάζω: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-εικάζω tevoren gissen:. τὰ μέλλοντα de toekomst Aristot. Rh. 1358b20. | |elnltext=προ-εικάζω tevoren gissen:. τὰ μέλλοντα de toekomst Aristot. Rh. 1358b20. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεικάζω:''' предугадывать или предполагать (τὰ μέλλοντα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A conjecture beforehand, τὰ μέλλοντα Arist.Rh.1358b20.
German (Pape)
[Seite 718] vorher vermuthen, Arist. rhet. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
προεικάζω: εἰκάζω ἐκ τῶν προτέρων, τὰ μέλλοντα Ἀριστ. Ρητορ. 1. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
1 comparer auparavant;
2 présumer.
Étymologie: πρό, εἰκάζω.
Greek Monolingual
ΝΑ
εικάζω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω («τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰκάζω «συμπεραίνω»].
Greek Monotonic
προεικάζω: μέλ. -σω, εικάζω, υποθέτω εκ των προτέρων, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εικάζω tevoren gissen:. τὰ μέλλοντα de toekomst Aristot. Rh. 1358b20.
Russian (Dvoretsky)
προεικάζω: предугадывать или предполагать (τὰ μέλλοντα Arst.).