πρόσφυγος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(35)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταφεύγει [[κάπου]] για [[ασφάλεια]] και [[προστασία]] («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι [[πρόσφυγος]] ἦν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θεματ. [[μορφή]] του [[πρόσφυξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>οψί</i>-<i>φυγος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταφεύγει [[κάπου]] για [[ασφάλεια]] και [[προστασία]] («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι [[πρόσφυγος]] ἦν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θεματ. [[μορφή]] του [[πρόσφυξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>οψί</i>-<i>φυγος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσφῠγος:''' ищущий убежища Aesop.
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφῠγος Medium diacritics: πρόσφυγος Low diacritics: πρόσφυγος Capitals: ΠΡΟΣΦΥΓΟΣ
Transliteration A: prósphygos Transliteration B: prosphygos Transliteration C: prosfygos Beta Code: pro/sfugos

English (LSJ)

ον,

   A fleeing for refuge, Aesop.417, v.l. in Hdn.5.3.10.

German (Pape)

[Seite 787] zu Einem od. wohin fliehend, Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφῠγος: -ον, ὁ καταφεύγων που πρὸς ἀσφάλειαν, πρόσφυξ, Κ. Πορφύρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 227, Αἰσώπ. Μῦθ. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se réfugie auprès de, qui cherche asile ou protection.
Étymologie: πρός, φυγή.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή του πρόσφυξ (πρβλ. οψί-φυγος)].

Russian (Dvoretsky)

πρόσφῠγος: ищущий убежища Aesop.