προθαλής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει [[νωρίς]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''προθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει [[νωρίς]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''προθᾰλής:''' быстро растущий (sc. [[παῖς]] HH).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθᾰλής Medium diacritics: προθαλής Low diacritics: προθαλής Capitals: ΠΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: prothalḗs Transliteration B: prothalēs Transliteration C: prothalis Beta Code: proqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω)

   A early growing, precocious, h.Cer.241.

German (Pape)

[Seite 723] ές, vorzüglich od. ungewöhnlich wachsend, H. h. Cer. 242.

Greek (Liddell-Scott)

προθᾰλής: -ές, (θάλλω) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît vite.
Étymologie: πρό, θάλλω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)].

Greek Monotonic

προθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα, που μεγαλώνει νωρίς, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

προθᾰλής: быстро растущий (sc. παῖς HH).