πρόσχωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσχωσις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρόσχωμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] που σηκώνει [[κάποιος]], που υψώνεται [[εναντίον]], στον ίδ.
|lsmtext='''πρόσχωσις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πρόσχωμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάχωμα]], [[σωρός]] που σηκώνει [[κάποιος]], που υψώνεται [[εναντίον]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσχωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> нанос(ы) Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> насыпь, вал Thuc.
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχωσις Medium diacritics: πρόσχωσις Low diacritics: πρόσχωσις Capitals: ΠΡΟΣΧΩΣΙΣ
Transliteration A: próschōsis Transliteration B: proschōsis Transliteration C: proschosis Beta Code: pro/sxwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,=

   A πρόσχωμα Ι, αἱ νῆσοι . . τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102; πᾶσα [Αἴγυπτος] . . π. οὖσα τοῦ Νείλου Arist.Mete.351b30, cf. 352a4, 353a2, Str.1.2.30, BGU656.7 (ii A.D.).    2 process of silting up, Str.1.2.29: pl., Id.7.3.6.    II mound raised against a place, Th.2.77.    2 ramp of earth, π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.AJ4.8.5, cf. PRein.52b.26 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp. ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχωσις: ἡ, = πρόσχωμα, αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα [[[Αἴγυπτος]]]... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις ἐναντίον τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 atterrissement;
2 chaussée, terrasse.
Étymologie: προσχώννυμι.

Greek Monotonic

πρόσχωσις: ἡ,
I. = πρόσχωμα, σε Θουκ.
II. ανάχωμα, σωρός που σηκώνει κάποιος, που υψώνεται εναντίον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχωσις: εως ἡ1) нанос(ы) Thuc., Arst.;
2) насыпь, вал Thuc.