πτύγξ: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(35)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=πτυγγός, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κουκουβάγια]]<br /><b>2.</b> [[μπούφος]].
|mltxt=πτυγγός, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κουκουβάγια]]<br /><b>2.</b> [[μπούφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πτύγξ:''' πτυγγός ἡ (или [[ὑβρίς]]) птинг (род ночной хищной птицы) Arst.
}}
}}

Revision as of 03:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγξ Medium diacritics: πτύγξ Low diacritics: πτύγξ Capitals: ΠΤΥΓΞ
Transliteration A: ptýnx Transliteration B: ptynx Transliteration C: ptygks Beta Code: ptu/gc

English (LSJ)

πτυγγός, ὁ,

   A eagle-owl, = ὕβρις, dub. l. in Arist.HA615b11.

German (Pape)

[Seite 811] υγγός, ἡ, ein Raubvogel, = ὑβρίς, Arist. H. A. 9, 12. S. auch πῶϋγξ.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγξ: -υγγός, ὁ, εἶδος γλαυκὸς μεγάλης, «ἡ δ’ ὑβρίς, φασὶ δέ τινες εἶναι τὸν αὐτὸν τοῦτον ὄρνιθα τῷ πτυγγί, οὗτος ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται διὰ τὸ μὴ βλέπειν ὀξύ, τὰς δὲ νύκτας θηρεύει ὥσπερ οἱ ἀετοὶ» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

υγγός (ἡ) :
sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi ὑβρίς.
Étymologie:.

Greek Monolingual

πτυγγός, ὁ, Α
1. κουκουβάγια
2. μπούφος.

Russian (Dvoretsky)

πτύγξ: πτυγγός ἡ (или ὑβρίς) птинг (род ночной хищной птицы) Arst.