προτείχισμα: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk. | |elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτείχισμα:''' ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A advanced fortification, outwork, Th.4.90, 6.100 (pl.), LXX 2 Ki. 20.15, Plb.2.69.6, etc.
German (Pape)
[Seite 791] τό, Vormauer, Befestigung vor der eigentlichen Mauer, Thuc. 6, 100 u. Folgde; χωρίον εὖ κατεσκευασμένον καὶ προτειχίσμασι καὶ τείχει, Pol. 4, 61, 7; auch beim Lager, 2, 69, 6; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προτείχισμα: τὸ, ἐξωτερικὸν τείχισμα, ὀχύρωμα, προμαχών, Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fortification devant un mur, rempart.
Étymologie: πρό, τειχίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ προτειχίζω
οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος
νεοελλ.
ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.
Russian (Dvoretsky)
προτείχισμα: ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb.