Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαρδῖνος: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
(36)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[σαρδίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σάρδα]] με [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (<b>πρβλ.</b> <i>κεστρ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>κορακ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>σαργ</i>-<i>ῖνος</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[σάρδα]].
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[σαρδίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σάρδα]] με [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (<b>πρβλ.</b> <i>κεστρ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>κορακ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>σαργ</i>-<i>ῖνος</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[σάρδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''σαρδῖνος:''' ὁ предполож. сардина Arst.
}}
}}

Revision as of 03:26, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 862] ὁ, = Vorigem, Ath. VII, 328 f, = χαλκίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sardine, sardinelle, poissons.
Étymologie: σάρδα.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σαρδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάρδα με επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρ-ῖνος, κορακ-ῖνος, σαργ-ῖνος), βλ. και λ. σάρδα.

Russian (Dvoretsky)

σαρδῖνος: ὁ предполож. сардина Arst.