σησαμότυρον: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σησᾰμότῡρον:''' τό, [[μείγμα]] από [[σουσάμι]] και [[τυρί]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''σησᾰμότῡρον:''' τό, [[μείγμα]] από [[σουσάμι]] και [[τυρί]], σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''σησᾰμότῡρον:''' τό кунжутный сыр Batr.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμότῡρον Medium diacritics: σησαμότυρον Low diacritics: σησαμότυρον Capitals: ΣΗΣΑΜΟΤΥΡΟΝ
Transliteration A: sēsamótyron Transliteration B: sēsamotyron Transliteration C: sisamotyron Beta Code: shsamo/turon

English (LSJ)

τό,

   A mess of sesame and cheese, Batr.36.

German (Pape)

[Seite 876] τό, Sesamkäse, Batrach. 36.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμότῡρον: τό, μῖγμα σησάμου καὶ τυροῦ, Βατραχομ. 36.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fromage au sésame.
Étymologie: σήσαμον, τυρός.

Greek Monolingual

τὸ, Α
έδεσμα με σουσάμι και τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + τυρός (πρβλ. βού-τυρον)].

Greek Monotonic

σησᾰμότῡρον: τό, μείγμα από σουσάμι και τυρί, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

σησᾰμότῡρον: τό кунжутный сыр Batr.