σκαλαθύρω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611. | |elnltext=σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰλᾰθύρω:''' (ῡ) копать, рыть, перен. Arph. = [[βινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], (σκάλλω)
A dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.
German (Pape)
[Seite 888] a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθύρω: [ῡ], (σκάλλω) σκάπτω, σκαλίζω, «λάθρα πλησιάζω» καὶ «ἀκολασταίνω» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.
French (Bailly abrégé)
jouer.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω
2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλᾰθύρω: (ῡ) копать, рыть, перен. Arph. = βινέω.