σηρικός: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''σηρικός:''' шелковый ([[ἐσθής]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηρῐκός Medium diacritics: σηρικός Low diacritics: σηρικός Capitals: ΣΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sērikós Transliteration B: sērikos Transliteration C: sirikos Beta Code: shriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (Σήρ)

   A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as Subst., σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in pl., Nearch. ap. Str.15.1.20.    2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.    3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distd. from Sericum).

German (Pape)

[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.

English (Strong)

from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.

Greek Monolingual

και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.

Greek Monotonic

σηρῐκός: -ή, -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σηρικός: шелковый (ἐσθής Luc.).