Σκῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σκῦρος:''' ἡ, η [[νήσος]] Σκύρος, ένα από τα νησιά των Σποράδων, κοντά στην Εύβοια, σε Όμηρ.· επίθ. [[Σκύριος]], <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] της Σκύρου, σε Ηρόδ.· επίρρ., Σκῡρόθεν, από τη Σκύρο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''Σκῦρος:''' ἡ, η [[νήσος]] Σκύρος, ένα από τα νησιά των Σποράδων, κοντά στην Εύβοια, σε Όμηρ.· επίθ. [[Σκύριος]], <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] της Σκύρου, σε Ηρόδ.· επίρρ., Σκῡρόθεν, από τη Σκύρο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σκῦρος:''' ἡ Скирос (остров к сев.-вост. от Эвбеи) Hom., Soph., Eur., Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκῦρος Medium diacritics: Σκῦρος Low diacritics: Σκύρος Capitals: ΣΚΥΡΟΣ
Transliteration A: Skŷros Transliteration B: Skyros Transliteration C: Skyros Beta Code: *sku=ros

English (LSJ)

ἡ, the island of Scyros,

   A Σ. αἰπεῖα Il.9.668:—Adj. Σκύριος, α, ον, of or from Scyros, Pi.Fr.106; ἀρχὴ Σ., prov. of a useless acquisition, Lib.Ep.1200, Eust.782.52: Σκύριος, ὁ, a Scyrian, Hdt. 7.183, etc.; Σκυρία δίκη, a lawsuit in which the defendant pleaded absence in Scyros, Com.Adesp.902: Σκῡρόθεν, Adv. from Scyros, Il.19.332.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Skyros :
1 une des Sporades;
2 ville de la petite Phrygie.
Étymologie: DELG σκῦρος.

English (Autenrieth)

Scyros.—(1) an island northwest of Chios, with a city of the same name, Od. 11.509, Il. 19.326 .—Σκῦρόθεν, from Scyros, Il. 19.332.—(2) a town in Lesser Phrygia, Il. 9.668.

English (Slater)

Σκῡρος the island. ὁ δ' ἀποπλέων (sc. Νεοπτόλεμος)
   1 Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.102)

Greek Monotonic

Σκῦρος: ἡ, η νήσος Σκύρος, ένα από τα νησιά των Σποράδων, κοντά στην Εύβοια, σε Όμηρ.· επίθ. Σκύριος, , κάτοικος της Σκύρου, σε Ηρόδ.· επίρρ., Σκῡρόθεν, από τη Σκύρο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Σκῦρος: ἡ Скирос (остров к сев.-вост. от Эвбеи) Hom., Soph., Eur., Thuc., Xen.