συγκαταστρέφω: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] από κοινού στην [[κατάληξη]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]] μαζί με, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[κατακτώ]] από κοινού ή συγχρόνως, σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''συγκαταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] από κοινού στην [[κατάληξη]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]] μαζί με, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[κατακτώ]] από κοινού ή συγχρόνως, σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταστρέφω:''' <b class="num">1)</b> одновременно завершать, оканчивать (τὸν βίον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. помогать покорить (τινα Thuc.); σ. τινι τὸν [[πολέμιον]] Plut. помогать кому-л. одолеть врага;<br /><b class="num">3)</b> med. содействовать захвату: οἱ συγκαταστρεψάμενοι τὴν [[ἀρχήν]] Xen. те, кто содействовал установлению власти (Кира). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A bring to an end together, τῇ ἐλευθερίᾳ τὸν βίον Plu.Dem.3. II Med., help to conquer, Th.6.69, Isoc.5.126, IG22.127.44 (iv B.C.), Jul.Ep.9; σ. τὴν ἀρχήν X.Cyr.8.1.8.
German (Pape)
[Seite 966] mit oder zugleich beendigen, τὸν βίον, Plut. Dem. 3. – Med. sich zugleich unterwürfig machen, Thuc. 6, 60, Xen. Cyr. 8, 1, 8 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταστρέφω: φέρω ὁμοῦ εἰς πέρας, τελειώνω ὁμοῦ, τὸν βίον Πλουτ. Δημοσθ. 3. ΙΙ. Μέσ., καθυποτάσσω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, Θουκ. 6. 69, Ἰσοκρ. 107Ε, κτλ.· σ. τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 18.
French (Bailly abrégé)
terminer en même temps;
Moy. συγκαταστρέφομαι;
1 aider à réduire (d’autres peuples) sous le même joug que soi-même;
2 aider à renverser une domination.
Étymologie: σύν, καταστρέφω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. συγκαταστρέφομαι
καθυποτάσσω μαζί ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)
αρχ.
τελειώνω μαζί.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. συγκαταστρέφομαι
καθυποτάσσω μαζί ή συγχρόνως («τοὺς ἀφισταμένους τῆς ἀρχῆς τῆς βασιλέως συγκαταστρεφόμεθα», Ισοκρ.)
αρχ.
τελειώνω μαζί.
Greek Monotonic
συγκαταστρέφω: μέλ. -ψω,
I. οδηγώ από κοινού στην κατάληξη, αποπερατώνω, τελειώνω μαζί με, σε Πλούτ.
II. Μέσ., κατακτώ από κοινού ή συγχρόνως, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταστρέφω: 1) одновременно завершать, оканчивать (τὸν βίον Plut.);
2) med. помогать покорить (τινα Thuc.); σ. τινι τὸν πολέμιον Plut. помогать кому-л. одолеть врага;
3) med. содействовать захвату: οἱ συγκαταστρεψάμενοι τὴν ἀρχήν Xen. те, кто содействовал установлению власти (Кира).