συγχωνεύω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[χωνεύω]] μαζί, σε Δημ. | |lsmtext='''συγχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[χωνεύω]] μαζί, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγχωνεύω:''' сплавлять Dem.: [[χρυσίον]] συγκεχωνευμένον Plut. золото в слитках. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A melt down, Lycurg.117, D.22.70, Inscr.Délos 443 Bb42 (ii B.C.). b melt down also, PHolm.1.17,23, PLeid.X. 19. 2 join in making pottery, PSI4.420.11 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 972] zusammenschmelzen, einschmelzen, εἰκόνα, Lycurg. 117; Dem. 24, 177; Plut. Flamin. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωνεύω: καταχωνεύω, τήκω, Λυκοῦργ. 164. 29, 39, Δημ. 615. 12.
French (Bailly abrégé)
faire fondre ensemble.
Étymologie: σύν, χωνεύω.
Greek Monolingual
ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.
Greek Monolingual
ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.
Greek Monotonic
συγχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, χωνεύω μαζί, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συγχωνεύω: сплавлять Dem.: χρυσίον συγκεχωνευμένον Plut. золото в слитках.