συνέψω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(40) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βράζω]] ή [[ψήνω]] δύο πράγματα [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνέψομαι</i><br />α) (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br />β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[βράζω]], [[μαγειρεύω]], [[ψήνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βράζω]] ή [[ψήνω]] δύο πράγματα [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνέψομαι</i><br />α) (για καρπούς) [[ωριμάζω]]<br />β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[βράζω]], [[μαγειρεύω]], [[ψήνω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνέψω:''' <b class="num">1)</b> вместе варить Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> вместе сплавлять (χαλκῷ Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
aor.
A -έψησα SIG1171.16 (Lebena):—boil together, [κράμβῃ] τὰ λιπαρὰ τῶν κρεῶν Dsc.2.122, cf. PHolm.21.33, etc.; of the coction of humours, Hp.VM19 (Pass.); of digestion, Id.Vict.3.79; of urine retained and heating in the bladder, Id.Aër.9; of heat, cause to ferment, Thphr.CP1.21.2 (Pass.), etc.:—Pass., to be boiled together, Arist.Fr.110, Luc.JTr.30, Sor.2.13, Gal.13.39; to be boiled or smelted with, χαλκῷ Arist.Mir.835a11; κρέασι Thphr.HP9.18.2.--The pres. συνεψέω occurs in late writers, Gal.Vict.Att.115, Id.15.692, Aret.CA 1.2 (Pass.), Alex.Trall.Febr.3, Gp.8.36.2; cf. ἕψω: aor. συνῆψας is corrupt in Timocl.21.4 (leg. αἷσιν ἧψες).
German (Pape)
[Seite 1022] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνέψω: μέλλ. -εψήσω, ἕψω, βράζω ὁμοῦ, οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι ὁμοῦ, χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. ἑψέω· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.
French (Bailly abrégé)
faire cuire avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἕψω.
Greek Monolingual
Α
1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί
2. παθ. συνέψομαι
α) (για καρπούς) ωριμάζω
β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»].
Russian (Dvoretsky)
συνέψω: 1) вместе варить Plut., Luc.;
2) вместе сплавлять (χαλκῷ Arst.).