σχιδανόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />[[σχιζόπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>σχιδανός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]], <b>πρβλ.</b> [[πιθανός]]) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]»].
|mltxt=-ουν, Α<br />[[σχιζόπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο <i>σχιδανός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]], <b>πρβλ.</b> [[πιθανός]]) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''σχῐδᾰνόπους:''' 2, gen. ποδος Arst. = [[σχιζόπους]].
}}
}}

Revision as of 04:27, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῐδᾰνόπους Medium diacritics: σχιδανόπους Low diacritics: σχιδανόπους Capitals: ΣΧΙΔΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: schidanópous Transliteration B: schidanopous Transliteration C: schidanopous Beta Code: sxidano/pous

English (LSJ)

   A = σχιζόπους (q.v.), Arist.Frr.345,al.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ath. IX, 397 b aus Arist.

Greek (Liddell-Scott)

σχῐδᾰνόπους: ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ἀριστ. Ἀποσπ. 269, 270, 272. 274, 275.

Greek Monolingual

-ουν, Α
σχιζόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο σχιδανός (< θ. σχιδ- του σχίζω, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»].

Russian (Dvoretsky)

σχῐδᾰνόπους: 2, gen. ποδος Arst. = σχιζόπους.