τράγινος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τράγῐνος:''' -η, -ον, όπως το [[τράγειος]], αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ. | |lsmtext='''τράγῐνος:''' -η, -ον, όπως το [[τράγειος]], αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τράγῐνος:''' (ᾰ) козий (κόραι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).
Greek (Liddell-Scott)
τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
τραγήσιος, τράγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
τράγῐνος: -η, -ον, όπως το τράγειος, αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τράγῐνος: (ᾰ) козий (κόραι Anth.).