ὑπόπλεως: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(44)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων, και [[ὑπόπλεος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο αρκετά [[γεμάτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γεμίσει με [[κάτι]] [[χωρίς]] να έχει γίνει [[αντιληπτός]] («ἀργυρίων [[ὑπόπλεος]]», Τιμοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
|mltxt=-ων, και [[ὑπόπλεος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο αρκετά [[γεμάτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γεμίσει με [[κάτι]] [[χωρίς]] να έχει γίνει [[αντιληπτός]] («ἀργυρίων [[ὑπόπλεος]]», Τιμοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόπλεως:''' атт. = [[ὑπόπλεος]].
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1229] ων, gen. ω, att. statt ὑπόπλεος, ὑπόπλεως τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων Luc. Somn. 4.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. ὑπόπλεος.

Greek Monolingual

-ων, και ὑπόπλεος, -ον, Α
1. ο αρκετά γεμάτος
2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόπλεως: атт. = ὑπόπλεος.